- ευγλενόφυτα
- ή ευγληνόφυτα, ταομάδα οργανισμών που ανήκουν στα μαστιγωτά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άθροισμα — Το συγκεντρωμένο πλήθος ανθρώπων ή πραγμάτων. (Βοτ.) Ταξινομική μονάδα κατάταξης των φυτών, αντίστοιχη του όρου φύλο, που χρησιμοποιείται για τη συστηματική κατάταξη των ζώων. Το φυτικό βασίλειο υποδιαιρείται συνολικά σε 17 α. ή διαιρέσεις:… … Dictionary of Greek
κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… … Dictionary of Greek
φύκη — Χλωροφυλλούχα φυτά, που ζουν στα γλυκά, υφάλμυρα ή θαλάσσια νερά και δεν έχουν άνθη, ρίζες, φύλλα και βλαστούς με τη γνωστή, χαρακτηριστική μορφή. Υπάγονται στα θαλλόφυτα (κρυπτόγαμα). Υπάρχουν φ. γιγάντια, των οποίων ο βλαστόμορφος θαλλός αποκτά … Dictionary of Greek
χλωροφύλλη — Πράσινη χρωστική ουσία των φυτών, που έχει την ικανότητα να μετατρέπει την ενέργεια του ηλιακού φωτός που ακτινοβολείται σε χημική ενέργεια. Πράγματι, με βάση το νερό και το διοξείδιο του άνθρακα της ατμόσφαιρας, η χ. συνθέτει υδατάνθρακες· κατά… … Dictionary of Greek